ῥῖγεδανός

ῥῖγεδανός
ῥῖγεδανός (ϝρῖγέω): horrible, Il. 19.325†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥιγεδανός — ῥῑγεδανός , ῥιγεδανός making one shudder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριγεδανός — ή, όν, Α 1. αυτός που προκαλεί ρίγος 2. (κατ) επέκτ.) φρικτός, φοβερός 3. ο ριγηλός. επίρρ... ῥιγεδανῶς Α με ρίγος, ῥιγηλῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος, πιθ. μέσω αμάρτυρου προσηγορικού *ῥιγεδών (< ῥιγέω, ῶ + επίθημα δών), πρβλ. πευκεδανός] …   Dictionary of Greek

  • ῥιγεδανῶν — ῥῑγεδανῶν , ῥιγεδανός making one shudder fem gen pl ῥῑγεδανῶν , ῥιγεδανός making one shudder masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγεδανόν — ῥῑγεδανόν , ῥιγεδανός making one shudder masc acc sg ῥῑγεδανόν , ῥιγεδανός making one shudder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… …   Dictionary of Greek

  • ῥιγεδαναῖς — ῥῑγεδαναῖς , ῥιγεδανός making one shudder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγεδαναί — ῥῑγεδαναί , ῥιγεδανός making one shudder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγεδανοῖσιν — ῥῑγεδανοῖσιν , ῥιγεδανός making one shudder masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγεδανοῦ — ῥῑγεδανοῦ , ῥιγεδανός making one shudder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγεδανάς — ῥῑγεδανά̱ς , ῥιγεδανός making one shudder fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγεδανῆς — ῥῑγεδανῆς , ῥιγεδανός making one shudder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”